εκτίκτω

εκτίκτω
ἐκτίκτω (Α)
1. τίκτω, γεννώ (α. «τὰ μὲν οὖν θήλεα χαλεπώτατα, ὅταν ἐκτέκωσι πρῶτον» Αριστ.
β. «Ζαχαρίας Ίωάννην ἐκτέτοκεν», Μηναία, Ωδή 3)
2. μτφ. διαμορφώνω γνώμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προεκτίκτω — Α γεννώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτίκτω «γεννώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκτίκτω — Α γεννώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτίκτω «γεννώ, τίκτω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”